δημιοεργείη

δημιοεργείη
δημιο-εργείη, ,
A = δημιουργία, Procl.H.7.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημιοεργείη — η (Α) βλ. δημιουργία …   Dictionary of Greek

  • δημιοεργείην — δημιοεργείη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιουργία — η (AM δημιουργία Α και δημιοεργείη) [δημιουργός] 1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι 2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό 3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαν νεοελλ. 1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα 2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”